- ἀκρωτηριασμός
- ἀκρωτηρι-ασμός, ὁ,A amputation, Dsc.Ther.Praef., Heliod. ap. Orib.47.14tit., Philum.Ven.7.7, Leonid. ap.Aët. 16.49.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
ἀκρωτηριασμός — amputation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α … Dictionary of Greek
ἀκρωτηριασμοί — ἀκρωτηριασμός amputation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμοῦ — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμούς — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμῶν — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμῷ — ἀκρωτηριασμός amputation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμόν — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek
ακρωτηρίασις — ἀκρωτηρίασις ( εως), η (Α) [ἀκρωτηριάζω] ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek